- προεγχυματίζω
- προεγ-χῠμᾰτίζω,A make an infusion first, Hippiatr.129; Subst. [suff] προεγ-ισμός, ὁ, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγχυματίζω — Μ εγχυματίζω* προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχυματίζω «χύνω μέσα, ενσταλλάζω»] … Dictionary of Greek
προεγχυμάτιζε — προεγχυματίζω make an infusion first pres imperat act 2nd sg προεγχυματίζω make an infusion first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχυματισμός — ὁ, Μ [προεγχυματίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού προεγχυματίζω* … Dictionary of Greek